- μπεσαμέλ
- ηάκλ. λευκή σάλτσα από κρέμα που παρασκευάζεται από γάλα, τυρί, βούτυρο και αβγά και χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bechamel από το όν. τού Γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που τήν επινόησε].
Dictionary of Greek. 2013.